μαργώδης

μαργώδης
-ες
αυτός που αποτελείται από μάργα, αυτός που μοιάζει με τη μάργα, ο αργιλώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάργα. Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμ. Νοννότη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”